- φραδαῖς
- φραδήunderstandingfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηνυτήρ — μηνυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρέχει πληροφορίες 2. οδηγός («ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῑς», Ευρ.) 3. αυτός που αποκαλύπτει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τήρ (πρβλ. κωλυ τήρ)] … Dictionary of Greek